ζαβάλλω

ζαβάλλω
ζαβάλλω, [dialect] Aeol. for διαβάλλω,= ἐξαπατῶ, Hsch., EM406.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζαβάλλω — (Α) (αιολ. τ.), βλ. διαβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ζα — (I) ζά (Α) (αιολ. τ. τής πρόθ. διά) 1. σπάνια χρησιμοποιείται ως πρόθ. (α. «ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν», Θεόκρ. β. «ζὰ νυκτός», Ιω. Γραμματ.) 2. συνηθέστερα ως α συνθετ. στα αιολ. σύνθετα ζαβάλλω, ζάβατος, ζάδηλος κ.λπ. αντί διαβάλλω, διάβατος, διάδηλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”